- ἀπαυθαδίζω
- ἀπαυθᾱδίζω , ἀπαυθαδίζομαιspeakpres subj act 1st sgἀπαυθᾱδίζω , ἀπαυθαδίζομαιspeakpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απαυθαδίζω — (Α ἀπαυθαδίζομαι, Μ ἀπαυθαδίζω) μσν. γίνομαι αυθάδης, θρασύς αρχ. μιλώ ή ενεργώ με αυθάδεια … Dictionary of Greek